γυαλιστός

γυαλιστός
-ή, -ό
ο στιλβωμένος, ο στιλπνός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυαλιστός — ή, ό [γυαλίζω] στιλβωμένος, λουστραρισμένος …   Dictionary of Greek

  • γυαλιστερός — ή, ό [γυαλιστός] 1. στιλπνός, λαμπερός 2. λουστραρισμένος, στιλβωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”